κυκλοφορία

κυκλοφορία
η (Α κυκλοφορία) [κυκλοφορώ]
η κυκλική κίνηση
νεοελλ.
1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων»)
2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία τού χρήματος»)
3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών εφημερίδων»)
4. διαρκής ανταλλαγή αγαθών (α. «κυκλοφορία εμπορευμάτων» β. «η κυκλοφορία τού πλούτου»)
5. φρ. α) φυσιολ. «κυκλοφορία τού αίματος» ή, απλώς, «κυκλοφορία» — η συνεχής κυκλική κίνηση τού αίματος από την καρδιά προς τα άκρα και από τα άκρα προς την καρδιά
β) (οικον.) i) «νόμιμη κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο το νόμισμα που κυκλοφορεί είναι υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα δημόσια ταμεία όσο και από τους ιδιώτες
ii) «αναγκαστική κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την υποχρέωση τής εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυκλοφορία — κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc/acc dual κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίᾳ — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορία — η 1. κυκλική κίνηση: Είναι θέμα κυκλοφορίας του αίματος. 2. «κυκλοφορία εφημερίδων, περιοδικών κ.ά.», ο δείχτης κατανάλωσής τους. 3. «κυκλοφορία τροχοφόρων», η κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορίας — κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem acc pl κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίαι — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίαν — κυκλοφορίᾱν , κυκλοφορία circular motion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφοριῶν — κυκλοφορία circular motion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”